- ενανθρωπίζω
- (Μ ἐνανθρωπίζω)1. ενανθρωπώ*. παίρνω φύση και μορφή ανθρώπου, ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο2. ιατρ. διαβιβάζω ύλη εμβολίου μέσα από το ανθρώπινο σώμα, βλ. ενανθρωπώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενανθρωπώ — ( έω) (AM ἐνανθρωπῶ) ένανθρωπίζω, ενανθρωπίζομαι, παίρνω φύση και μορφή ανθρώπου, ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο («προσεκύνησαν Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα», Μηναία, Απόστ.) … Dictionary of Greek
ՆԵՐՄԱՐԴԱՆԱՄ — (ացեալ.) NBH 2 0420 Chronological Sequence: Unknown date, 9c չ. ՆԵՐՄԱՐԴԱՆԱԼ. ἑνανθρωπέω, ἑνανθρωπίζω humanam naturam induo, incarnor, incarnatus. Իսկապէս մարդանալն քրիստոսի. մարդ եղանիլ բանին. մարմնանալ. (որ ʼի յետնոց ասի եւ Ներմարդնանալ.)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)